ἀσύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσύνοπτος:''' невидимый, незаметный (τινι Aeschin.).
|elrutext='''ἀσύνοπτος:''' [[невидимый]], [[незаметный]] (τινι Aeschin.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=not [[easily]] perceived, Aeschin.
}}
}}

Revision as of 19:03, 7 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνοπτος Medium diacritics: ἀσύνοπτος Low diacritics: ασύνοπτος Capitals: ΑΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: asýnoptos Transliteration B: asynoptos Transliteration C: asynoptos Beta Code: a)su/noptos

English (LSJ)

ον, not easily perceived, undiscerning, obtuse, that cannot be encompassed in the gaze, difficult to perceive, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.

German (Pape)

[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on ne peut embrasser d’un coup d’œil, difficile à saisir.
Étymologie: ἀ, σύνοπτος.

Spanish (DGE)

-ον
1 de cosas de difícil percepción ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo I.BI 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.Sent.1, cf. D.S.5.77
neutr. como adv. sin discernir, sin ver = ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.
2 de pers. obtuso Isid.Pel.Ep.M.78.356B.

Greek Monolingual

ἀσύνοπτος, -ον (AM) σύνοπτος < συνορώ]
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος
2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.

Greek Monotonic

ἀσύνοπτος: -ον, αυτός που δεν διακρίνεται εύκολα, δυσδιάκριτος, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνοπτος: невидимый, незаметный (τινι Aeschin.).