τρυχόομαι: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[be worn out]], perf. [[part]]. [[τετρυχωμένος]] = [[worn out]] Thuc.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡχόομαι''': Παθ., [[κατατρύχομαι]], [[ἐξαντλοῦμαι]], [[καταπονοῦμαι]], [[οἶκος]] τρυχοῦται Μίμνερμ. 2. 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ. [[τετρυχωμένος]] (ἴδε [[τρύω]]) Θουκ. 4. 60, Ἱππ. 613, 3, Πλάτ. Νόμ. 807Β, κλπ.· τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ. Θουκ. 7. 28· ὑπὸ τῶν πολέμων Πολύβ. 1. 11, 2· [[ὡσαύτως]], τρυχωθῆναι τὸ [[σῶμα]], δηλ. ὑπὸ νόσου, Ἱππ. 592, 34. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐνεργ. μνημονεύεται τὸ ἀπαρ. τρυχοῦν ἐν Γαλην. Γλωσσ. Ἐξηγ. 580, ἴδε [[τρυχνόω]]· καὶ ἀόρ. (ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡρῳδιανῷ 3, 2, καὶ ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐκτρυχόω]].
|lstext='''τρῡχόομαι''': Παθ., [[κατατρύχομαι]], [[ἐξαντλοῦμαι]], [[καταπονοῦμαι]], [[οἶκος]] τρυχοῦται Μίμνερμ. 2. 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ. [[τετρυχωμένος]] (ἴδε [[τρύω]]) Θουκ. 4. 60, Ἱππ. 613, 3, Πλάτ. Νόμ. 807Β, κλπ.· τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ. Θουκ. 7. 28· ὑπὸ τῶν πολέμων Πολύβ. 1. 11, 2· [[ὡσαύτως]], τρυχωθῆναι τὸ [[σῶμα]], δηλ. ὑπὸ νόσου, Ἱππ. 592, 34. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐνεργ. μνημονεύεται τὸ ἀπαρ. τρυχοῦν ἐν Γαλην. Γλωσσ. Ἐξηγ. 580, ἴδε [[τρυχνόω]]· καὶ ἀόρ. (ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡρῳδιανῷ 3, 2, καὶ ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐκτρυχόω]].
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῡχόομαι:''' Παθ., [[καταστρέφομαι]] από τη [[χρήση]], [[καταπονούμαι]], μτχ. παρακ. [[τετρυχωμένος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''τρῡχόομαι:''' Παθ., [[καταστρέφομαι]] από τη [[χρήση]], [[καταπονούμαι]], μτχ. παρακ. [[τετρυχωμένος]], σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[be worn out]], perf. [[part]]. [[τετρυχωμένος]] Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:12, 29 April 2022

Middle Liddell


to be worn out, perf. part. τετρυχωμένος = worn out Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡχόομαι: Παθ., κατατρύχομαι, ἐξαντλοῦμαι, καταπονοῦμαι, οἶκος τρυχοῦται Μίμνερμ. 2. 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ. τετρυχωμένος (ἴδε τρύω) Θουκ. 4. 60, Ἱππ. 613, 3, Πλάτ. Νόμ. 807Β, κλπ.· τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ. Θουκ. 7. 28· ὑπὸ τῶν πολέμων Πολύβ. 1. 11, 2· ὡσαύτως, τρυχωθῆναι τὸ σῶμα, δηλ. ὑπὸ νόσου, Ἱππ. 592, 34. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐνεργ. μνημονεύεται τὸ ἀπαρ. τρυχοῦν ἐν Γαλην. Γλωσσ. Ἐξηγ. 580, ἴδε τρυχνόω· καὶ ἀόρ. (ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡρῳδιανῷ 3, 2, καὶ ἐν τῷ συνθέτῳ ἐκτρυχόω.

Greek Monotonic

τρῡχόομαι: Παθ., καταστρέφομαι από τη χρήση, καταπονούμαι, μτχ. παρακ. τετρυχωμένος, σε Θουκ.