ἐφετικός: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efetikos | |Transliteration C=efetikos | ||
|Beta Code=e)fetiko/s | |Beta Code=e)fetiko/s | ||
|Definition=ή, όν, ([[ἐφίεμαι]]) < | |Definition=ή, όν, ([[ἐφίεμαι]])<br><span class="bld">A</span> [[actuated by desire]], Thphr.Metaph.9.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[expressive of desire]], [[ἐφετικὰ ῥήματα]] = [[desiderative]] [[verb]]s, Lat. [[verba desiderativa]] Choerob. in Theod.2.212, al.<br><span class="bld">II</span> ἐφετικοὶ χρόνοι [[period]]s [[within which appeals may be lodged]], Just.Nov.49.1 Intr. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:40, 7 May 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἐφίεμαι)
A actuated by desire, Thphr.Metaph.9.
2 Gramm., expressive of desire, ἐφετικὰ ῥήματα = desiderative verbs, Lat. verba desiderativa Choerob. in Theod.2.212, al.
II ἐφετικοὶ χρόνοι periods within which appeals may be lodged, Just.Nov.49.1 Intr.
German (Pape)
[Seite 1116] ή, όν, begehrend, Suid., ῥήματα, verba desiderativa, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφετικός: -ή, -όν, (ἐφίημι) άποβλέπων εἴς τι, τινος Κλήμ. Ἀλ. 66i. ΙΙ. κινούμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9, Wimmer· - παρὰ Γραμματ. ἐφετικὰ λέγονται τὰ ἐπιθυμίας δηλωτικὰ ῥήματα, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1277. ΙΙΙ. ἐφετικοὶ ἀγῶνες, οἱ κατ’ ἔφεσιν γινόμενοι ἐν δικαστηρίοις, Βασιλικ. τ. 1, σ. 450, ἔκδ. Heimb.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐφετικός, -ή, -όν) εφίημι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός
2. φρ. «εφετικά ρήματα» — ρήματα της αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε -σείω, -άω, -ιάω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έφεση δίκης
μσν.-αρχ.
φρ. «ἐφετικοὶ χρόνοι» — προθεσμίες μέσα στις οποίες επιτρέπεται να γίνει έφεση.
επίρρ...
εφετικώς (Μ ἐφετικῶς)
με έφεση, επιθυμητικά.