διευθετίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(big3_11)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[disponer ordenadamente]] τὴν ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀνάβασιν <i>Poliorc</i>.214.3S.
|dgtxt=[[disponer ordenadamente]] τὴν ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀνάβασιν <i>Poliorc</i>.214.3S.
}}
{{grml
|mltxt=[[διευθετώ]] και [[διευθετίζω]] (AM [[διευθετῶ]], [[διευθετέω]]<br />Μ και [[διευθετίζω]]) [[ευθετώ]]<br />[[τακτοποιώ]], [[ταξινομώ]], [[συγυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξομαλύνω]] τις υπάρχουσες διαφορές, [[διακανονίζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) <i>η διευθετούσα</i><br />[[ευθεία]] που ορίζεται ως [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] σε κωνικές τομές.
}}
}}

Revision as of 17:02, 8 May 2022

Spanish (DGE)

disponer ordenadamente τὴν ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀνάβασιν Poliorc.214.3S.

Greek Monolingual

διευθετώ και διευθετίζω (AM διευθετῶ, διευθετέω
Μ και διευθετίζω) ευθετώ
τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω
νεοελλ.
1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω
2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα
ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές.