διευθετέω
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
set in order, Cic.Att.6.5.2 (prob.), Sch.A.Pers.854.
Spanish (DGE)
ordenar bien, exponer con orden τὰ περὶ τοῦ εἴδους Alex.Aphr.in Metaph.551.33, τὸ πρακτέον Philost.HE 8.8, τὸν λόγον ... διευθετοῦντα ὀρθῶς ἕκαστον Eustr.in EN 90.15, cf. Phot.Bibl.253b7, Sch.A.Pers.854D., Eust.403.30.
Greek (Liddell-Scott)
διευθετέω: ἐπιτεταμ. εὐθετέω, Ἰω. Γενέσ. 42Α.
Greek Monolingual
διευθετώ και διευθετίζω (AM διευθετῶ, διευθετέω
Μ και διευθετίζω) ευθετώ
τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω
νεοελλ.
1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω
2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα
ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές.
German (Pape)
gut einrichten, verwalten, Jos.