σφαγέας: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(40)
 
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[σφαγεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />αυτός που σφάζει, [[σφάχτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[σφαγή]] τών ζώων τα οποία προορίζονται για [[κατανάλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[φονικός]] («ἐὰν τις χεῑρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δολοφόνος]], [[φονιάς]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[μαχαίρι]] θυσίας<br />β) το [[ξίφος]] [[πάνω]] στο οποίο έμελλε να πέσει ο [[Αίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φορ</i>-<i>εύς</i> / [[φορέας]])].
|mltxt=ο / [[σφαγεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />αυτός που σφάζει, [[σφάχτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[σφαγή]] τών ζώων τα οποία προορίζονται για [[κατανάλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[φονικός]] («ἐὰν τις χεῖρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δολοφόνος]], [[φονιάς]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[μαχαίρι]] θυσίας<br />β) το [[ξίφος]] [[πάνω]] στο οποίο έμελλε να πέσει ο [[Αίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φορ</i>-<i>εύς</i> / [[φορέας]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:07, 8 May 2022

Greek Monolingual

ο / σφαγεύς, -έως, ΝΜΑ
αυτός που σφάζει, σφάχτης
νεοελλ.
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σφαγή τών ζώων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση
μσν.
ως επίθ. φονικός («ἐὰν τις χεῖρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.)
αρχ.
1. δολοφόνος, φονιάς
2. συνεκδ. α) μαχαίρι θυσίας
β) το ξίφος πάνω στο οποίο έμελλε να πέσει ο Αίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + κατάλ. -εύς / -έας (πρβλ. φορ-εύς / φορέας)].