περιαιρώ: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] που περιβάλλει [[κάτι]] [[άλλο]], [[βγάζω]] το εξωτερικό [[περίβλημα]] («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τείχη) [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῑχος περιαιρέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]] [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> [[διαγράφω]] κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[αφαιρώ]] («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («περιαιρεθείς... τὰ [[ὄντα]]», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] που περιβάλλει [[κάτι]] [[άλλο]], [[βγάζω]] το εξωτερικό [[περίβλημα]] («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τείχη) [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]] [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> [[διαγράφω]] κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[αφαιρώ]] («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («περιαιρεθείς... τὰ [[ὄντα]]», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 15:49, 13 June 2022

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ αιρώ
1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.)
2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)
αρχ.
1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω, καταστρέφω («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», Ηρόδ.)
2. αναιρώ υπόσχεση
3. διαγράφω κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό
4. μέσ. περιαιροῦμαι, -έομαι
α) (με ενεργ. σημ.) αφαιρώ («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ κάτι δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», Ηρόδ.)
5. (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από κάτι («περιαιρεθείς... τὰ ὄντα», Δημοσθ.).