ενέπω: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(12)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνέπω]] και [[ἐννέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]] («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]], [[συζητώ]]<br /><b>3.</b> [[υποδηλώνω]] («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει [[τόδε]]», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[μιλώ]] παραινετικά<br /><b>5.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]]<br /><b>6.</b> [[αποτείνω]] τον λόγο.
|mltxt=[[ἐνέπω]] και [[ἐννέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]] («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]], [[συζητώ]]<br /><b>3.</b> [[υποδηλώνω]] («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει [[τόδε]]», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[μιλώ]] παραινετικά<br /><b>5.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]]<br /><b>6.</b> [[αποτείνω]] τον λόγο.
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐνέπω και ἐννέπω (Α)
1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.)
2. μιλώ, συζητώ
3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.)
4. μιλώ παραινετικά
5. καλώ, ονομάζω
6. αποτείνω τον λόγο.