επιλείπω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[υστερώ]], [[υπολείπομαι]] («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] άθικτο («ὡς [[οὔτε]] τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν [[οὔτε]] τῶν [[φίλων]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> δεν [[επαρκώ]], [[λείπω]] («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> εξαντλούμαι, [[στερεύω]], ξεραίνομαι<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] [[πίσω]].
|mltxt=[[ἐπιλείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[υστερώ]], [[υπολείπομαι]] («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] άθικτο («ὡς [[οὔτε]] τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν [[οὔτε]] τῶν [[φίλων]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> δεν [[επαρκώ]], [[λείπω]] («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> εξαντλούμαι, [[στερεύω]], ξεραίνομαι<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] [[πίσω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐπιλείπω (Α)
1. αφήνω, εγκαταλείπω
2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ», Πλάτ.)
3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.)
4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)
5. εξαντλούμαι, στερεύω, ξεραίνομαι
6. είμαι ελλιπής («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», Ξεν.)
7. μένω πίσω.