κεκαδήσω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεκαδήσω]] (Α)<br />θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μέλλ. [[κεκαδήσω]] και ο αόρ. <i>κέκαδον</i> απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. [[χάζω]] «[[αποστερώ]]», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kadana</i>-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. [[κήδω]] «[[φροντίζω]]»].
|mltxt=[[κεκαδήσω]] (Α)<br />θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μέλλ. [[κεκαδήσω]] και ο αόρ. <i>κέκαδον</i> απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. [[χάζω]] «[[αποστερώ]]», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kadana</i>-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. [[κήδω]] «[[φροντίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκᾰδήσω Medium diacritics: κεκαδήσω Low diacritics: κεκαδήσω Capitals: ΚΕΚΑΔΗΣΩ
Transliteration A: kekadḗsō Transliteration B: kekadēsō Transliteration C: kekadiso Beta Code: kekadh/sw

English (LSJ)

κεκάδοντο, κεκαδών, A v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.

French (Bailly abrégé)

v. κήδω;
v. χάζω.

Greek Monolingual

κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].

Greek Monotonic

κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.