κρηνίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρηνίς]], -ῑδος, ἡ (Α) [[κρήνη]]<br /><b>1.</b> η [[κρήνη]] («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως τοπων.) <i>αἱ Κρηνῑδες</i> ή <i>Κρηνίδες</i><br />η [[πόλη]] Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῖστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῖς Κρηνῑσιν», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[κρηνίς]], -ῑδος, ἡ (Α) [[κρήνη]]<br /><b>1.</b> η [[κρήνη]] («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως τοπων.) <i>αἱ Κρηνῑδες</i> ή <i>Κρηνίδες</i><br />η [[πόλη]] Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῖστα μέταλλά ἐστι χρυσοῦ ἐν ταῖς Κρηνῑσιν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνίς Medium diacritics: κρηνίς Low diacritics: κρηνίς Capitals: ΚΡΗΝΙΣ
Transliteration A: krēnís Transliteration B: krēnis Transliteration C: krinis Beta Code: krhni/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, A = κρήνη, E.Hipp.208 (anap.), Call.Fr.anon.98, Theoc.1.22 (Dor.κρᾱν-), D.H.1.32. II pl. Κρηνῖδες, αἱ, ancient name for Philippi in Macedonia, Str.7 Fr.34, App.BC4.105; τὰ ἐγ Κρηνῖσιν, as local place-name, IG12(5).544 B2.47 (Ceos).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνίς: ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Πινδ. Ἀποσπ. 136, Εὐρ. Ἱππ. 208, Διον. Ἁλ. 1. 32. ΙΙ. Κρηνῖδες ἢ -ίδες ἡ μετέπειτα πόλις Φίλιπποι τῆς Μακεδονίας, Στράβ. 331 Ἀππ. Ἐμφύλ. Πόλεμ. 4. 105. ῑ, Δράκων 23. 14.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
dim. de κρήνη.

Greek Monolingual

κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) κρήνη
1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες
η πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῖστα μέταλλά ἐστι χρυσοῦ ἐν ταῖς Κρηνῑσιν», Στράβ.).

Greek Monotonic

κρηνίς: -ῖδος, ἡ, υποκορ. του κρήνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρηνίς: дор. κρᾱνίς, ῖδος ἡ Eur. = κρηνίδιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.

Middle Liddell

κρηνίς, ῖδος, ἡ, [Dim. of κρήνη, Eur.]