κότσυφας: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(21)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κότσυφος]] και [[κόσσυφος]] και κόσσουβας και κότουφος και κότουφας, ο (ΑM [[κόσσυφος]], Α και κόσσυκος και αττ. τ. [[κόττυφος]], Μ και κόσσυβας και κόσσυφας)<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], στρουθιόμορφου πτηνού του είδους Turdus merula, που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] turdidae ή muscicapidae («τῶν δὲ κοττύφων δύο γένη ἐστίν<br />ὁ μὲν [[ἕτερος]] [[μέλας]] τε καὶ πανταχοῡ ὤν, ὁ δὲ [[ἕτερος]] [[λευκός]], τὸ δὲ [[μέγεθος]] [[ἴσος]] ἐκείνῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[Τανάγρα]]) ιδιόμορφο [[είδος]] πετεινού<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κόψιχος]].
|mltxt=και [[κότσυφος]] και [[κόσσυφος]] και κόσσουβας και κότουφος και κότουφας, ο (ΑM [[κόσσυφος]], Α και κόσσυκος και αττ. τ. [[κόττυφος]], Μ και κόσσυβας και κόσσυφας)<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], στρουθιόμορφου πτηνού του είδους Turdus merula, που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] turdidae ή muscicapidae («τῶν δὲ κοττύφων δύο γένη ἐστίν<br />ὁ μὲν [[ἕτερος]] [[μέλας]] τε καὶ πανταχοῦ ὤν, ὁ δὲ [[ἕτερος]] [[λευκός]], τὸ δὲ [[μέγεθος]] [[ἴσος]] ἐκείνῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[Τανάγρα]]) ιδιόμορφο [[είδος]] πετεινού<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κόψιχος]].
}}
}}

Revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

και κότσυφος και κόσσυφος και κόσσουβας και κότουφος και κότουφας, ο (ΑM κόσσυφος, Α και κόσσυκος και αττ. τ. κόττυφος, Μ και κόσσυβας και κόσσυφας)
ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφου πτηνού του είδους Turdus merula, που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια turdidae ή muscicapidae («τῶν δὲ κοττύφων δύο γένη ἐστίν
ὁ μὲν ἕτερος μέλας τε καὶ πανταχοῦ ὤν, ὁ δὲ ἕτερος λευκός, τὸ δὲ μέγεθος ἴσος ἐκείνῳ», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (στην Τανάγρα) ιδιόμορφο είδος πετεινού
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόψιχος.