τρικότυλος: Difference between revisions
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, θηλ. και -ύλη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χωρεί [[τρεις]] κοτύλες<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἶνος]] [[τρικότυλος]]<br />oὗ τρεῑς κοτύλαι | |mltxt=-ον, θηλ. και -ύλη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χωρεί [[τρεις]] κοτύλες<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἶνος]] [[τρικότυλος]]<br />oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κότυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών»), [[πρβλ]]. [[δικότυλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:25, 13 June 2022
English (LSJ)
ον (η, ον Inscr.Délos 1432 Ab ii 30 (ii B. C.)), A holding three κοτύλαι, Ar.Th.743, Dionys.Com.5, Men.324. II οἶνος τ. costing an obol for three κοτύλαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, Διονύσιος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. οἶνος τρ., «οὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ύλη, Α
1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος
oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δικότυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρικότυλος -ον [τρι -, κοτύλη] met een inhoud van drie kotylai.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκότῠλος: содержащий три котилы (т. е. 0.822 л) Arph., Men.