Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποκνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] λίγο («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] κρυφό [[γαργάλημα]], κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]], [[ενοχλώ]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] λίγο («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] κρυφό [[γαργάλημα]], κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῦμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]], [[ενοχλώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 13 June 2022

Greek Monolingual

ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῦμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].