ἀρισκυδής: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρισκυδής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />πολύ οργισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκύζομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]]»].
|mltxt=[[ἀρισκυδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />πολύ οργισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκύζομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]]»].
}}
}}

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρισκῡδής Medium diacritics: ἀρισκυδής Low diacritics: αρισκυδής Capitals: ΑΡΙΣΚΥΔΗΣ
Transliteration A: ariskydḗs Transliteration B: ariskydēs Transliteration C: ariskydis Beta Code: a)riskudh/s

English (LSJ)

[ᾰ], ές, (σκύζω) A very wrathful, Call.Fr.108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.

Spanish (DGE)

(ἀρισκῡδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.

Greek Monolingual

ἀρισκυδής (-οῦς), -ές (Α)
πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»].