νεωποίης: Difference between revisions
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεωποίης]] και νεωπόης και [[νεοποίης]] και δωρ. τ. [[ναποίας]] και [[ναπόας]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] στις μικρασιατικές πόλεις ο [[οποίος]] είχε την [[επιμέλεια]] τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ | |mltxt=[[νεωποίης]] και νεωπόης και [[νεοποίης]] και δωρ. τ. [[ναποίας]] και [[ναπόας]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] στις μικρασιατικές πόλεις ο [[οποίος]] είχε την [[επιμέλεια]] τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῖαι τών θεών», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[νεωποιός]] (<b>πρβλ.</b> τα συνθ. σε -<i>αρχος</i> / -<i>άρχης</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 18 June 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A official in charge of the temple-fabric, οἱ ν. τῶν θεῶν SIG46.6 (Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:— also νεω-πόης, Inscr.Prien.195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); νεοποίης, Supp.Epigr.1.395 (Samos, i A.D.), Ephes.2 No.83: Dor. νᾱποίας SIG 1023.33, al. (Cos); νᾱπόας IGRom.4.1097, 1098, SIG793 (ibid., i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
νεωποίης: -ου, ὁ, ἄρχων τις ἐν Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ὅστις πολλάκις εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν, Λατ. aedilis, (πρβλ. νεωκόρος), Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 1., 2671. 25., 2749, κτλ.· ὡσαύτως νεωποιός, 2824, 17, 2848. καὶ νεοποιός, 2785, κτλ.· ― ἐντεῦθεν νεωποιέω ὑπηρετῶ ὡς νεωποιός, 2930, 2956, 2985, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 11.
Greek Monolingual
νεωποίης και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α)
υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῖαι τών θεών», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του νεωποιός (πρβλ. τα συνθ. σε -αρχος / -άρχης)].