ἐναγκάλισμα: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[abrazo]], [[lazo afectivo]] ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas</i> LXX 4<i>Ma</i>.13.21.<br /><b class="num">2</b> [[abrazo]], [[circuición]] ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.<i>Sent</i>.2. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[abrazo]], [[lazo afectivo]] ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas</i> [[LXX]] 4<i>Ma</i>.13.21.<br /><b class="num">2</b> [[abrazo]], [[circuición]] ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.<i>Sent</i>.2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἐναγκάλισμα]])<br />[[περίπτυξη]], [[αγκάλιασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οτιδήποτε]] περιβάλλει [[κανείς]] με [[στοργή]], αγαπητό, προσφιλές. | |mltxt=το (Α [[ἐναγκάλισμα]])<br />[[περίπτυξη]], [[αγκάλιασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οτιδήποτε]] περιβάλλει [[κανείς]] με [[στοργή]], αγαπητό, προσφιλές. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 20 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which embraces, ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.
German (Pape)
[Seite 824] τό, das Umarmte, die Geliebte, Lycophr. 308, v.l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγκάλισμα: τό, ὅ,τι τις ἐναγκαλίζεται, ὦ σκύμνε, τερπνὸν ἐναγκάλισμα συγγόνων, «ὦ σκύμνε καὶ ὦ Τρωΐλε (μεταφορικῶς) ὦ ἀγκάλισμα καὶ ὦ περιπλοκὴ καὶ παρηγόρημα τερπνὸν... τῶν ἀδελφῶν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 308.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 abrazo, lazo afectivo ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas LXX 4Ma.13.21.
2 abrazo, circuición ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.
Greek Monolingual
το (Α ἐναγκάλισμα)
περίπτυξη, αγκάλιασμα
αρχ.
οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές.