σύρισσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (LSJ2 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrissos
|Transliteration C=syrissos
|Beta Code=su/rissos
|Beta Code=su/rissos
|Definition=ὁ, v. [[ὑρισός]].
|Definition=ὁ, v. [[ὑριχός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὑρίσσος και ὑρισσός, ὁ, Α<br />[[πλεκτός]] [[κάλαθος]], [[συρίσκος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σύριχος]], με [[επίθημα]] με διπλό -<i>σσ</i>- (για την [[ποικιλία]] τών τ. <b>βλ. λ.</b> [[σύριχος]])].
|mltxt=και ὑρίσσος και ὑρισσός, ὁ, Α<br />[[πλεκτός]] [[κάλαθος]], [[συρίσκος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σύριχος]], με [[επίθημα]] με διπλό -<i>σσ</i>- (για την [[ποικιλία]] τών τ. <b>βλ. λ.</b> [[σύριχος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:52, 26 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρισσος Medium diacritics: σύρισσος Low diacritics: σύρισσος Capitals: ΣΥΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: sýrissos Transliteration B: syrissos Transliteration C: syrissos Beta Code: su/rissos

English (LSJ)

ὁ, v. ὑριχός.

Greek Monolingual

και ὑρίσσος και ὑρισσός, ὁ, Α
πλεκτός κάλαθος, συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σύριχος, με επίθημα με διπλό -σσ- (για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. σύριχος)].