εὔσχολος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyscholos
|Transliteration C=eyscholos
|Beta Code=eu)/sxolos
|Beta Code=eu)/sxolos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unoccupied]], esp. [[by war]], <span class="bibl">Plb.4.32.6</span>; [[leisured]], [[leisurely]], ἀναχώρησις <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.64J.</span>; εὔ. τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. -ώτερος <span class="bibl">Teles p.47</span> H., <span class="bibl">M.Ant.4.24</span>.</span>
|Definition=ον, [[unoccupied]], esp. [[by war]], Plb.4.32.6; [[leisured]], [[leisurely]], ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:11, 3 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσχολος Medium diacritics: εὔσχολος Low diacritics: εύσχολος Capitals: ΕΥΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: eúscholos Transliteration B: euscholos Transliteration C: eyscholos Beta Code: eu)/sxolos

English (LSJ)

ον, unoccupied, esp. by war, Plb.4.32.6; leisured, leisurely, ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.

German (Pape)

[Seite 1101] müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσχολος: -ον, ὁ σχολὴν ἄγων, ἰδίως ὁ μὴ ἀσχολούμενος εἰς πόλεμον, εὔσχολοι καὶ ἀπερίσπαστοι Λακεδαιμόνιοι γενηθέντες Πολύβ. 4. 32, 6· εὔσχολος τήν ψυχήν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 32. - Ἐπίρρ. εὐσχόλως, Εὐστ. Θεσσαλ. ἔκδ. Μί. τ. 136, σ. 320: - Συγκρ. -ώτερος, Μ. Ἀντων. 3. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a du loisir;
Cp. εὐσχολώτερος.
Étymologie: εὖ, σχολή.

Greek Monolingual

εὔσχολος, -ον (Α)
1. ο εύκαιρος
2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο)
3. ήσυχος, ήρεμος
4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι.
επίρρ...
εὐσχόλως (Μ)
με εύσχολο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχολος (< σχολή), πρβλ. κακό-σχολος, ομό-σχολος].

Russian (Dvoretsky)

εὔσχολος: незанятый, свободный Polyb.