ἀκεραύνωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκεραύνωτος''': -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 25. | |lstext='''ἀκεραύνωτος''': -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 25. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:30, 30 July 2022
English (LSJ)
ον, A not struck by lightning, Luc.J. Tr.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεραύνωτος: -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀκέραυνος.
Étymologie: ἀ, κεραυνόω.
Spanish (DGE)
-ον no fulminado por el rayo Luc.ITr.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκεραύνωτος, -ον) κεραυνῶ
όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό.
Greek Monotonic
ἀκεραύνωτος: -ον (κεραυνόω), αυτός που δεν έχει πληγεί από κεραυνό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκεραύνωτος: не пораженный молнией (ἱερόσυλος Luc.).