ἀναπόδεικτος: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναπόδεικτος:'''<br /><b class="num">1)</b> недоказуемый Arst.;<br /><b class="num">2)</b> недоказанный Plat., Arst., Plut. | |elrutext='''ἀναπόδεικτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[недоказуемый]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[недоказанный]] Plat., Arst., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A not proved, undemonstrated, Lycurg.129, Arist.EN1143b12. Adv. -τως without proof, Plu.CG10. II of first principles, indemonstrable, Pl.Def.415b, Arist.APr.53b2, 57b33, al.; ἀ. συλλογισμοί, of syllogisms, Chrysipp.Stoic.2.79, al. Adv. -τως S.E.P.1.173, Gal.17(2).160. 2 incapable of proof, Plu.Cor. 20. III Act., furnishing no proof, PPar.15.3.62, cf. Stoic.2.90.
German (Pape)
[Seite 203] unerweislich, ἀρχή Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; ἀπόφασις Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδεικτος: -ον, ὁ μὴ ἀποδεδειγμένος, Λυκοῦργ. 166. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 11, 6. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων χρείαν ἀποδείξεως, περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν ἢ ἀξιωμάτων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 1, 7., 2. 5, 3, καὶ ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 173, πρβλ. ἄμεσος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indemostrado λόγος Lycurg.129, φάσις Arist.EN 1143b12, cf. Plb.7.13.2.
2 indemostrable ὑπόθεσις· ἀρχὴ ἀναπόδεικτος Pl.Def.415b, cf. Arist.MM 1197a22, συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.79, 71, αἰτία Plu.Cor.20, de postulados y axiomas, Procl.in Euc.183.16, 181.14, cf. Plu.2.720e.
3 no probatorio ἀντίδικος UPZ 161.61 (II a.C.), cf. 162.6.3, Chrysipp.Stoic.2.90.
II adv. -ως sin prueba τὸ προειρημένον ἀ. ἐρρίφθαι Phld.Rh.p.105Aur., cf. Plu.CG 10, S.E.P.1.173, Gal.17(2).160, Procl.in Euc.193.15, Clem.Al.Strom.2.3.10.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόδεικτος, -ον) ἀποδείκνυμι
1. αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, ανεξέλεγκτος
2. αυτός που δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, που είναι από μόνος του αληθινός.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόδεικτος:
1) недоказуемый Arst.;
2) недоказанный Plat., Arst., Plut.