Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιλητός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῑλητός:'''<br /><b class="num">1)</b> сделанный из валяной шерсти, войлочный (κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжимаемый]] (σώματα Arst.).
|elrutext='''πῑλητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сделанный из валяной шерсти]], [[войлочный]] (κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжимаемый]] (σώματα Arst.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 16:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιλητός Medium diacritics: πιλητός Low diacritics: πιλητός Capitals: ΠΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pilētós Transliteration B: pilētos Transliteration C: pilitos Beta Code: pilhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A made of felt, κτήματα Pl.Ti.74b, Gal.UP6.4; στολαί Agatharch.20; φοινικίδες D.S.17.115; θώρακες Anon. ap. Suid. s.v. πίλοις. II generally, compressible, Arist.Mete.385a17, 387a15.

German (Pape)

[Seite 615] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλητός: -ή, -όν, (πιλέω) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. πιλωτός. ΙΙ. καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων ἅπερ ὅταν πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν σχῆμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de laine foulée.
Étymologie: πιλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση
2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός.

Russian (Dvoretsky)

πῑλητός:
1) сделанный из валяной шерсти, войлочный (κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.);
2) сжимаемый (σώματα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιλητός -ή -όν [πιλέω] van vilt, vilten.

English (Woodhouse)

made of felt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)