ὀψωνιασμός: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> снабжение продовольствием Men.;<br /><b class="num">2)</b> выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb. | |elrutext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[снабжение продовольствием]] Men.;<br /><b class="num">2)</b> [[выдача продовольственных пайков]] (в армии) Polyb. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀψωνιασμός]], οῦ, ὁ, [from [[ὀψωνιάζω]]<br />a furnishing with provisions, the [[supplies]] and pay of an [[army]], Polyb. | |mdlsjtxt=[[ὀψωνιασμός]], οῦ, ὁ, [from [[ὀψωνιάζω]]<br />a furnishing with provisions, the [[supplies]] and pay of an [[army]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 19 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A furnishing with provisions, Men.1050. 2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.
German (Pape)
[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.
Greek Monolingual
ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.
Greek Monotonic
ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ὀψωνιασμός: ὁ
1) снабжение продовольствием Men.;
2) выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.
Middle Liddell
ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ, [from ὀψωνιάζω
a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.