βουκέφαλος: Difference between revisions
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βουκέφᾰλος:''' ὁ букефал, | |elrutext='''βουκέφᾰλος:''' ὁ букефал, «[[быкоголовый]]» (порода фессалийских лошадей) Arph. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[bull]]-headed, [[epithet]] of Thessalian horses, Ar. | |mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[bull]]-headed, [[epithet]] of Thessalian horses, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 20 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, bull-headed, epithet of Thessalian horses, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ar. Fr. 42, cf. 41. = τρίβολος (caltrop, three-spiked implement, prickly plant, burr, thistle, threshing-machine, boards with sharp stones fixed in the bottom, water-chestnut, Trapa natans, caltrops, Tribulus terrestris, thorny trefoil, Fagonia cretica, prickly samphire, Echinophora spinosa, a threshing-machine, a board with sharp stones fixed in the bottom, three-tiered), Ps.-Dsc. 4.15.
German (Pape)
[Seite 456] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form βουκεφάλας, Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.
Greek (Liddell-Scott)
βουκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βοὸς κεφαλήν· ἐπιθ. θεσσαλικῶν τινων ἵππων, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 135·- Βουκεφάλας, γεν. -ᾱ, ὁ ἵππος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Στράβ. 698, Πλούτ. Ἀλεξ. 61.
Greek Monolingual
ο (Α βουκέφαλος)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ο κεφάλας
αρχ.
1. επίθ. άλογο της Θεσσαλίας με μεγάλο κεφάλι
2. ως ουσ. το βουκέφαλον.
Greek Monotonic
βουκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· Βουκεφάλας, γεν. -α, το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βουκέφᾰλος: ὁ букефал, «быкоголовый» (порода фессалийских лошадей) Arph.