αὐτόμορφος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτόμορφος:''' природный, естественный (τυκίσματα Eur. - [[varia lectio|v.l.]] τειχίσματα). | |elrutext='''αὐτόμορφος:''' [[природный]], [[естественный]] (τυκίσματα Eur. - [[varia lectio|v.l.]] τειχίσματα). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A self-formed, natural, E.Fr.125.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόμορφος: -ον, αὐτοσχημάτιστος, φυσικός, Εὐρ. Ἀποσπ. 124.
Spanish (DGE)
-ον
moldeado por sí mismo, e.d. natural ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... ἄγαλμα E.Fr.125.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α αὐτόμορφος, -ον)
αυτός που έχει δική του μορφή, που δεν μοιάζει με άλλον
αρχ.
αυτός που πήρε μόνος του μορφή, φυσικός.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόμορφος: природный, естественный (τυκίσματα Eur. - v.l. τειχίσματα).