δίφωνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίφωνος:''' говорящий на двух языках, двуязычный Diod. | |elrutext='''δίφωνος:''' [[говорящий на двух языках]], [[двуязычный]] Diod. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A speaking two languages, Philist.62, D.S.17.110.
German (Pape)
[Seite 645] zweistimmig, zwei Sprachen redend; D. Sic. 17, 110; Pol. 2, 111; zwiefach lautend, E. M. 334, 41.
Greek (Liddell-Scott)
δίφωνος: -ον, ὁμιλῶν δύο γλώσσας, δίγλωσσος, Φίλιστος Ἀποσπ. 62, Διόδ. 17. 110.
Spanish (DGE)
-ον
bilingüe ὄντες γὰρ οὗτοι δίφωνοι D.S.17.110, cf. Philist.72, Peripl.M.Rubri 20, Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. (για τραγούδι) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές
αρχ.
αυτός που μιλά δύο γλώσσες, δίγλωσσος.
Russian (Dvoretsky)
δίφωνος: говорящий на двух языках, двуязычный Diod.