ὑπόρθριος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπόρθριος:''' предрассветный, ранний, утренний (χελιδόνος φωναί Anacr.). | |elrutext='''ὑπόρθριος:''' [[предрассветный]], [[ранний]], [[утренний]] (χελιδόνος φωναί Anacr.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 20 August 2022
English (LSJ)
α, ον, A towards morning, early, φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Anacreont.9.9.
German (Pape)
[Seite 1230] gegen Morgen, morgendlich, bei Anacr. 9, 9 ὑπόρθριαι φωναί, 3 Endgn.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρθριος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸν ὄρθρον, πρωϊνός, ὑπ. φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Ἀνακρεόντ. 9. 9.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) πρωινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄρθριος «πρωινός» (< ὄρθρος)].
Russian (Dvoretsky)
ὑπόρθριος: предрассветный, ранний, утренний (χελιδόνος φωναί Anacr.).