εὐδιαχώρητος: Difference between revisions
From LSJ
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐδιαχώρητος:''' легко перевариваемый, удобоваримый ([[ἄρτος]] Arst.). | |elrutext='''εὐδιαχώρητος:''' [[легко перевариваемый]], [[удобоваримый]] ([[ἄρτος]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, of food, A easy to digest and pass, Xenocr.31, cf. Ruf.Interrog.40: Comp., Arist.Pr.927b22.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht durchgehend, leichten Stuhlgang befördernd, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιαχώρητος: -ον, ῥᾳδίως διαχωρῶν, Ξενοκρ. 31. - Συγκρ. εὐδιαχωρητότερος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυσδιαχωρητότερος, Ἀριστ. Προβλ. 31, 8.
Greek Monolingual
εὐδιαχώρητος, -ον (Α)
(για τροφές) εύπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. αδιαχώρητος, δυσδιαχώρητος].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιαχώρητος: легко перевариваемый, удобоваримый (ἄρτος Arst.).