εὔκαμπτος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔκαμπτος:''' легко загибающийся, гибкий ([[θρίξ]] Arst.). | |elrutext='''εὔκαμπτος:''' [[легко загибающийся]], [[гибкий]] ([[θρίξ]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:13, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A flexible, Sapph.Supp. 5.13, Arist. PA692a2.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκαμπτος: -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, εὐλύγιστος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].
Russian (Dvoretsky)
εὔκαμπτος: легко загибающийся, гибкий (θρίξ Arst.).