εὐδιάσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐδιάσπαστος:''' легко разрываемый, легко разрушаемый ([[χάραξ]] Polyb.). | |elrutext='''εὐδιάσπαστος:''' [[легко разрываемый]], [[легко разрушаемый]] ([[χάραξ]] Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A easily torn asunder, χάραξ Plb. 18.18.9.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht zu zerreißen, zu zersprengen, χάραξ, Pol. 18, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάσπαστος: -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.
Greek Monolingual
εὐδιάσπαστος, -ον (Α)
αυτός που διασπάται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. αδιάσπαστος, δυσδιάσπαστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάσπαστος: легко разрываемый, легко разрушаемый (χάραξ Polyb.).