μονοδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονοδάκτῠλος:''' с одним пальцем, однопалый Luc. | |elrutext='''μονοδάκτῠλος:''' [[с одним пальцем]], [[однопалый]] Luc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μονο-δάκτῠλος, ον<br />one-fingered, Luc. | |mdlsjtxt=μονο-δάκτῠλος, ον<br />one-fingered, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:26, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A one-toed, Luc.VH1.23.
German (Pape)
[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a qu’un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.
Greek Monotonic
μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μονοδάκτῠλος: с одним пальцем, однопалый Luc.
Middle Liddell
μονο-δάκτῠλος, ον
one-fingered, Luc.