συμμεταβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμμεταβαίνω:''' вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ [[νόσος]] συμμεταβαίνει [[ἅμα]] τῷ δήγματι Luc.). | |elrutext='''συμμεταβαίνω:''' [[вместе переходить]], [[одновременно распространяться]] (ἡ [[νόσος]] συμμεταβαίνει [[ἅμα]] τῷ δήγματι Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets. | |elnltext=συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 20 August 2022
English (LSJ)
A pass over together, J.AJ15.6.6, S.E.M.10.26, Luc. Nigr.38: c. dat., τὰ ῥήματα -βαίνει τοῖς προσώποις A.D.Synt.236.4.
German (Pape)
[Seite 981] (s. βαίνω), mit od. zugleich übergehen, τινί, Luc. Nigr. 38.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταβαίνω: μεταβαίνω ὁμοῦ, Στράβ. 455, Λουκιαν. Νιγρῖν. 38.
French (Bailly abrégé)
se déplacer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεταβαίνω.
Greek Monolingual
Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῦ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῖς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].
Russian (Dvoretsky)
συμμεταβαίνω: вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ νόσος συμμεταβαίνει ἅμα τῷ δήγματι Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets.