ἀναλφάβητος: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναλφάβητος:''' не знающий азбуки, неученый Anth.
|elrutext='''ἀναλφάβητος:''' [[не знающий азбуки]], [[неученый]] Anth.
}}
}}

Revision as of 12:13, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλφάβητος Medium diacritics: ἀναλφάβητος Low diacritics: αναλφάβητος Capitals: ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΣ
Transliteration A: analphábētos Transliteration B: analphabētos Transliteration C: analfavitos Beta Code: a)nalfa/bhtos

English (LSJ)

ον, A not knowing one's a b c, Nicoch.2D.

German (Pape)

[Seite 197] nicht einmal im Alphabet unterrichtet, ganz unwissend, Ep. ad. 552 (App. 321).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλφάβητος: -ον, ὁ μὴ γιγνώσκων οὐδὲ τὸ ἀλφάβητον, ὅλως ἀγράμματος, «ἀμάθητος γραμμάτων ἁπάντων καὶ τὸ δὴ λεγόμενον ἀναλφάβητος» Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, πρβλ. Ἀθήν. 176Ε.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-φᾰ-]
analfabeto, ignorante sent. peyor. Nicoch.3A
en gener. iletrado Ath.176e, cf. EM 98.41G.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀναλφάβητος, -ον)
αυτός που δεν διαβάζει ούτε το αλφάβητο, ο εντελώς αγράμματος
νεοελλ.
αυτός που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, ούτε να χρησιμοποιεί γραπτώς την αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀλφάβητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλφαβητισμός].

Russian (Dvoretsky)

ἀναλφάβητος: не знающий азбуки, неученый Anth.