διαπιδύω: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπῑδύω:''' просачиваться (διὰ τῶν πόρων Arst.).
|elrutext='''διαπῑδύω:''' [[просачиваться]] (διὰ τῶν πόρων Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπῑδύω Medium diacritics: διαπιδύω Low diacritics: διαπιδύω Capitals: ΔΙΑΠΙΔΥΩ
Transliteration A: diapidýō Transliteration B: diapidyō Transliteration C: diapidyo Beta Code: diapidu/w

English (LSJ)

A ooze through, διὰ τῶν πόρων Arist.GA743a9, cf.Hp.Nat. Puer.21.

German (Pape)

[Seite 595] durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ ὕδωρ Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαπῑδύω: [ῡ], διεκρέω ἢ διεξέρχομαι ἡσύχως, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 19.

Spanish (DGE)

penetrar entre los poros, filtrarse, trasudar διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.GA 743a9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.in GA 110.7, cf. 111.17, Hsch.

Greek Monolingual

διαπιδύω) πιδύω
ρέω αργά μέσα από τους πόρους του σώματος
αρχ.
διυλίζω, διηθώ.

Russian (Dvoretsky)

διαπῑδύω: просачиваться (διὰ τῶν πόρων Arst.).