πρωτόμαχος: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρωτόμᾰχος:''' сражающийся в первых рядах Anth. | |elrutext='''πρωτόμᾰχος:''' [[сражающийся в первых рядах]] Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A fighting in the first rank, Ath.4.154e, cf. AP5.70 (pr. n. with pun, Pall.).
German (Pape)
[Seite 805] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόμᾰχος: -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή, ο πρόμαχος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πρωτόμαχος
Αθηναίος που εκλέχθηκε στρατηγός μαζί με τον Κόνωνα μετά την καθαίρεση του Αλκιβιάδη το 407 π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- -μαχος (< μάχομαι)].
Russian (Dvoretsky)
πρωτόμᾰχος: сражающийся в первых рядах Anth.