φοινικόπεδος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοινῑκόπεδος:''' с багряной почвой или с багряным дном (Ἐρυθρᾶς [[χεῦμα]] θαλάσσης Aesch.). | |elrutext='''φοινῑκόπεδος:''' [[с багряной почвой или с багряным дном]] (Ἐρυθρᾶς [[χεῦμα]] θαλάσσης Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with red bottom or ground, of the Red Sea, φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς . . χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1296] mit rothem Boden, Aesch. frg. 178 bei Strab. I, 33.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων φοινικοῦ χρώματος πυθμένα, ἐπίθετον τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, φοινικόπεδόν τ’ Ἐρυθρᾶς... χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόπεδος: с багряной почвой или с багряным дном (Ἐρυθρᾶς χεῦμα θαλάσσης Aesch.).