χαλκότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χαλκότευκτος:''' сделанный из меди (κλῇθρα Eur.).
|elrutext='''χαλκότευκτος:''' [[сделанный из меди]] (κλῇθρα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαλκό-τευκτος, ον,<br />made of [[brass]], Eur.
|mdlsjtxt=χαλκό-τευκτος, ον,<br />made of [[brass]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότευκτος Medium diacritics: χαλκότευκτος Low diacritics: χαλκότευκτος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: chalkóteuktos Transliteration B: chalkoteuktos Transliteration C: chalkotefktos Beta Code: xalko/teuktos

English (LSJ)

ον, A made of bronze, κλῇθρα E.IT99.

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇθρα Eur. I. T. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué en airain.
Étymologie: χαλκός, τεύχω.

Greek Monolingual

και χαλκεότευκτος, -ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].

Greek Monotonic

χαλκότευκτος: -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκότευκτος: сделанный из меди (κλῇθρα Eur.).

Middle Liddell

χαλκό-τευκτος, ον,
made of brass, Eur.