δισσάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δισσάρχης:''' царствующий вдвоем: [[δισσάρχαι]] βασιλεῖς Soph. = [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]].
|elrutext='''δισσάρχης:''' [[царствующий вдвоем]]: [[δισσάρχαι]] βασιλεῖς Soph. = [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δισσ-άρχης, ου, <i>n</i> [[ἄρχω]]<br />[[joint]]-[[ruling]], Soph.
|mdlsjtxt=δισσ-άρχης, ου, <i>n</i> [[ἄρχω]]<br />[[joint]]-[[ruling]], Soph.
}}
}}

Revision as of 15:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσάρχης Medium diacritics: δισσάρχης Low diacritics: δισσάρχης Capitals: ΔΙΣΣΑΡΧΗΣ
Transliteration A: dissárchēs Transliteration B: dissarchēs Transliteration C: dissarchis Beta Code: dissa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.

Spanish (DGE)

-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.

Greek Monolingual

δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].

Greek Monotonic

δισσάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), συνάρχοντας, συγκυβερνήτης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δισσάρχης: царствующий вдвоем: δισσάρχαι βασιλεῖς Soph. = Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος.

Middle Liddell

δισσ-άρχης, ου, n ἄρχω
joint-ruling, Soph.