ἁμαξοφόρητος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁμαξοφόρητος:''' возимый на повозке: ἁ. [[οἶκος]] Pind. кибитка. | |elrutext='''ἁμαξοφόρητος:''' [[возимый на повозке]]: ἁ. [[οἶκος]] Pind. кибитка. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A carried in wagons, οἶκος, of the Scythians, Pi. Fr.104.
German (Pape)
[Seite 116] οἶκος, auf Wagen geführt, Pind. frg. 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοφόρητος: ον = ὁ φερόμενος ἐν ἁμάξῃ, ἁμ. οἶκος, περὶ τῶν Σκυθικῶν οἰκημάτων, Πινδ. Ἀποσπ. 72.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
llevado por un carro οἶκος de los escitas, Pi.Fr.105b.2.
Greek Monolingual
ἁμαξοφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρεται, που μετακινείται με άμαξα
2. φρ. «ἁμαξοφόρητος οἶκος», για τους Σκύθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φορητός < φορέω, βλ. φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξοφόρητος: возимый на повозке: ἁ. οἶκος Pind. кибитка.