κορωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koronizo
|Transliteration C=koronizo
|Beta Code=korwni/zw
|Beta Code=korwni/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bring to completion]] (cf. κορωνίς <span class="bibl">11.2</span> b), ἓξ δεκάδας κεκορώνικε <span class="title">IPE</span>2.298.9 (Panticapaeum).</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bring to completion]] (cf. [[κορωνίς]] <span class="bibl">11.2</span> b), ἓξ δεκάδας κεκορώνικε <span class="title">IPE</span>2.298.9 (Panticapaeum).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:41, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνίζω Medium diacritics: κορωνίζω Low diacritics: κορωνίζω Capitals: ΚΟΡΩΝΙΖΩ
Transliteration A: korōnízō Transliteration B: korōnizō Transliteration C: koronizo Beta Code: korwni/zw

English (LSJ)

A bring to completion (cf. κορωνίς 11.2 b), ἓξ δεκάδας κεκορώνικε IPE2.298.9 (Panticapaeum).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίζω: ὃ ἐ. τῇ κορώνῃ ἀγείρω, συλλέγω χρήματα διὰ τῆς κορώνης, λέγεται δὲ ἐπὶ ἀλητῶν περιφερομένων μετὰ κορώνης καὶ ᾀδόντων ᾄσματα πρὸς χρηματολογίαν, (εἰρεσιώνας)· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι κορωνισταὶ (Πλούτ., Ἡσύχ.)· καὶ ἔχομεν δεῖγμα τῶν κορωνισμάτων αὐτῶν παρ’ Ἀθην. 359 κἑξ.· πρβλ. χελιδονίζω, καὶ ἴδε Fauriel Chants de la Grèce Moderne, 1. σ. cix.

Greek Monolingual

κορωνίζω (Α)
1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω
2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη].