κολλώδης: Difference between revisions
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />collant, gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />collant, gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:55, 21 August 2022
English (LSJ)
ες, A glutinous, viscous, Pl.Cra.427b, Arist.HA568b11, 623b30 (Sup.), Thphr.CP5.16.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath.3.120c, Aret.SD1.11; of rheum in the eye, PMed.Strassb.p.6, Philum.Ven. 14.2.
German (Pape)
[Seite 1474] ες, leimartig, klebrig; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A.
Greek (Liddell-Scott)
κολλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόλλαν, κολλητικός, γλοιώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
collant, gluant, visqueux.
Étymologie: κόλλα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM κολλώδης, -ῶδες) κόλλα
αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
κολλώδης:
1) клейкий, вязкий (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);
2) выделяющий камедь, смолистый (δένδρα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολλώδης -ες [κόλλα] plakkerig.