εὐκαμψία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐκαμψία:''' ἡ гибкость (τῆς φωνῆς Arst.).
|elrutext='''εὐκαμψία:''' ἡ [[гибкость]] (τῆς φωνῆς Arst.).
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαμψία Medium diacritics: εὐκαμψία Low diacritics: ευκαμψία Capitals: ΕΥΚΑΜΨΙΑ
Transliteration A: eukampsía Transliteration B: eukampsia Transliteration C: efkampsia Beta Code: eu)kamyi/a

English (LSJ)

ἡ, A flexibility, of the voice, Arist.GA786b10.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Ggstz ἀκαμψία, Arist. gen. anim. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαμψία: ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκαμψία) εύκαμπτος
η ιδιότητα του εύκαμπτου, η ευλυγυσία
νεοελλ.
η ενδοτικότητα, η αστάθειαευκαμψία χαρακτήρα»)
αρχ.
(για φωνή) πλαστικότητα.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαμψία:гибкость (τῆς φωνῆς Arst.).