εὐφορβία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐφορβία:''' ἡ хороший или обильный корм Soph. ap. Plut. | |elrutext='''εὐφορβία:''' ἡ [[хороший или обильный корм]] Soph. ap. Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:14, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).
Greek Monolingual
εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).
η (ΑΜ εὐφόρβιον, τὸ Εύφορβος
1. είδος φυτού (κν. γαλατσίδα)
2. ο γαλακτώδης χυμός του φυτού αυτού.
Russian (Dvoretsky)
εὐφορβία: ἡ хороший или обильный корм Soph. ap. Plut.