τρεχέδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρεχέδειπνος:''' ὁ блюдолиз, прихлебатель Plut.
|elrutext='''τρεχέδειπνος:''' ὁ [[блюдолиз]], [[прихлебатель]] Plut.
}}
}}

Revision as of 11:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεχέδειπνος Medium diacritics: τρεχέδειπνος Low diacritics: τρεχέδειπνος Capitals: ΤΡΕΧΕΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: trechédeipnos Transliteration B: trechedeipnos Transliteration C: trechedeipnos Beta Code: trexe/deipnos

English (LSJ)

ον, A running to a banquet, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation coming late), Ath.1.4a, 6.242c; τρεχέδειπνα, τά, light robe or shoes worn by parasites, Juv.3.67.

Greek (Liddell-Scott)

τρεχέδειπνος: -ον, ὁ τρέχων εἰς δεῖπνον καὶ ὅταν ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A (ὅστις τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court les dîners.
Étymologie: τρέχω, δεῖπνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία
2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα
ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- του τρέχω με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].

Russian (Dvoretsky)

τρεχέδειπνος:блюдолиз, прихлебатель Plut.