φυσιογνωμονία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 , $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φῠσιογνωμονία:''' ἡ физиогномония, определение внутренних свойств по внешним признакам Arst.
|elrutext='''φῠσιογνωμονία:''' ἡ [[физиогномония]], [[определение внутренних свойств по внешним признакам]] Arst.
}}
}}

Revision as of 11:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνωμονία Medium diacritics: φυσιογνωμονία Low diacritics: φυσιογνωμονία Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΟΝΙΑ
Transliteration A: physiognōmonía Transliteration B: physiognōmonia Transliteration C: fysiognomonia Beta Code: fusiognwmoni/a

English (LSJ)

ἡ, A the science or art of judging a man by his features, physiognomy, Hp.Epid.2.5 tit., Arist.Phgn.806a19.

German (Pape)

[Seite 1318] ἡ, die Wissenschaft, einen Menschen nach seiner Natur oder Bildung, bes. seinen Gesichtszügen zu beurtheilen, Arist. physiogn. 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιογνωμονία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ κρίνειν τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῶν ἐξωτερικῶν αὐτοῦ γνωρισμάτων, ὁπόσοι τὴν ἰατρικὴν ἀσκέοντες φυσιογνωμονίης ἀμοιρέουσι Ἱπποκρ. παρὰ Γαλην. τ. 19, σ. 530, 5, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 2· ― ἡμαρτημένως δὲ φέρεται φυσιογνωμία ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 764.

Greek Monolingual

η, ΝΑ φυσιογνωμονῶ
η ικανότητα ή η τέχνη του να κρίνει κανείς έναν άνθρωπο από τη φυσική του κατασκευή και, κυρίως, βάσει τών εξωτερικών του γνωρισμάτων.

Russian (Dvoretsky)

φῠσιογνωμονία:физиогномония, определение внутренних свойств по внешним признакам Arst.