ἐχθρία: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐχθρία:''' ἡ вражда, ненависть (θεοῖς ἐ. Dem. - [[varia lectio|v.l.]] к θεοισενθρία). | |elrutext='''ἐχθρία:''' ἡ [[вражда]], [[ненависть]] (θεοῖς ἐ. Dem. - [[varia lectio|v.l.]] к θεοισενθρία). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, late form of ἔχθρα, LXX Ge.26.21.
German (Pape)
[Seite 1125] ἡ, = ἔχθρα; θεοῖς ἐχθρία Dem. 22, 59 (v.l. ἔχθρα), wofür Ar. Vesp. 418 als ein Wort θεοισεχθρία geschrieben ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρία: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἔχθρα, Ἑβδ. (Γέν. ΚϚ΄, 21)· πρβλ. θεοσεχθρία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
haine contre, τινι.
Étymologie: ἐχθρός.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἐχθρία, Μ και ἐχριά και ὀχθριά και ὀχτριά) εχθρός
(μεταγ. τ. του έχθρα) έχθρα, μίσος.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρία: ἡ вражда, ненависть (θεοῖς ἐ. Dem. - v.l. к θεοισενθρία).