γελωτοποιΐα: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γελωτοποιΐα:''' ἡ шутки, остроты, балагурство Xen. | |elrutext='''γελωτοποιΐα:''' ἡ [[шутки]], [[остроты]], [[балагурство]] Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A buffoonery, X.Smp.4.50, Luc.Salt.68, Procop.Arc.15.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, Spaßmacherei, Xen. Conv. 4, 50 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γελωτοποιΐα: ἡ, τὸ νὰ κάμνῃ τις γελοῖα πράγματα, ὅπως διεγείρῃ τὸν γέλωτα τῶν ἄλλων, Ξεν. Συμπ. 4, 50.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaisanterie qui provoque le rire, bouffonnerie.
Étymologie: γελωτοποιός.
Greek Monotonic
γελωτοποιΐα: ἡ, γελοιότητα, φαιδρότητα, βωμολοχία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γελωτοποιΐα: ἡ шутки, остроты, балагурство Xen.