σύμμαρτυς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υρος (ὁ, ἡ)<br />témoin avec | |btext=υρος (ὁ, ἡ)<br />témoin avec d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάρτυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ῠρος, ὁ, ἡ, A fellow-witness, joint-witness, S.Ant.846 (lyr., pl.), Pl.Ep.311e; τινος of or to a thing, Id.Phlb.12b, cf. CIG3194 (Smyrna).
French (Bailly abrégé)
υρος (ὁ, ἡ)
témoin avec d'autres.
Étymologie: σύν, μάρτυς.
Greek Monolingual
-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-μαρτυς -υρος, ὁ, ἡ, Att. ook ξυμμαρτυς medegetuige, met gen. van iets.