φύξιος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la fuite ; τὸ [[φύξιον]] lieu d’asile <i>ou</i> de refuge.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]].
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la fuite ; τὸ [[φύξιον]] lieu d'asile <i>ou</i> de refuge.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[φύξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυγή]]<br /><b>2.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]].
|mltxt=-ον, Α [[φύξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυγή]]<br /><b>2.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξιος Medium diacritics: φύξιος Low diacritics: φύξιος Capitals: ΦΥΞΙΟΣ
Transliteration A: phýxios Transliteration B: phyxios Transliteration C: fyksios Beta Code: fu/cios

English (LSJ)

ον, A of banishment, οἶτος A.R.4.699. 2 putting to flight, epithet of Zeus, Apollod.1.9.1, cf. Lyc.288, Paus.2.21.2, Supp.Epigr.7.894.9 (Gerasa, i A. D.); of Apollo, Philostr.Her.10.4, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ον, zur Flucht gehörig, sie befördernd. – Bei Apolld. 1, 9,1 Beiwort des Zeus.

Greek (Liddell-Scott)

φύξιος: -ον, ὁ τῆς φυγῆς, φύξιον οἶτον, «φύξιος δὲ οἶτος ἐνταῦθαθάνατος, δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la fuite ; τὸ φύξιον lieu d'asile ou de refuge.
Étymologie: φεύγω.

Greek Monolingual

-ον, Α φύξις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή
2. αυτός που οδηγεί κάποιον να τραπεί σε φυγή.