παρακάτω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakato | |Transliteration C=parakato | ||
|Beta Code=paraka/tw | |Beta Code=paraka/tw | ||
|Definition= | |Definition=[[just below]], c. gen., <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>87.13</span> (vi A. D.): as adverb, Zos.Alch.<span class="bibl">p.112</span> B.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και παρακάτου Ν<br />(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο [[κάτω]] ή λίγο πιο [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) στη [[συνέχεια]], [[έπειτα]], [[περαιτέρω]]<br /><b>2.</b> (με αρσ. [[άρθρο]] στον πληθ. ως ουσ.) οι [[παρακάτω]]<br />α) οι επόμενοι, οι [[εξής]]<br />β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο [[κάτω]], λίγο πιο [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάτω]]. | |mltxt=ΝΑ, και παρακάτου Ν<br />(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο [[κάτω]] ή λίγο πιο [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) στη [[συνέχεια]], [[έπειτα]], [[περαιτέρω]]<br /><b>2.</b> (με αρσ. [[άρθρο]] στον πληθ. ως ουσ.) οι [[παρακάτω]]<br />α) οι επόμενοι, οι [[εξής]]<br />β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο [[κάτω]], λίγο πιο [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάτω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 23 August 2022
English (LSJ)
just below, c. gen., PMasp.87.13 (vi A. D.): as adverb, Zos.Alch.p.112 B.
Greek Monolingual
ΝΑ, και παρακάτου Ν
(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο κάτω ή λίγο πιο πέρα από ένα σημείο
νεοελλ.
1. (σχετικά με κείμενο) στη συνέχεια, έπειτα, περαιτέρω
2. (με αρσ. άρθρο στον πληθ. ως ουσ.) οι παρακάτω
α) οι επόμενοι, οι εξής
β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο κάτω, λίγο πιο πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κάτω.